- Κορυθαλία
- Κορυθαλία or [suff] Kορῠ-θαλλία, ἡ, title of Artemis at Sparta, Polem Hist. 86; also in Italy, Hsch.A s.v. κυριττοί.II = εἰρεσιώνη, Id.:— also [full] κορυθάλεια, [full] κορυθάλη, [full] κορυθαλίς, EM303.32, 531.53, 276.28. [full] Κορυθαλλίστριαι, αἱ, girls who dance in honour of Κορυθαλλία, Hsch. [full] κορύθιον [ῠ], τό, Dim. of κόρυς, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.